- εύθικτος
- -η, -ο (ΑΜ εὔθικτος, -ον)νεοελλ.αυτός που θίγεται, που προσβάλλεται εύκολα από τους λόγους και τη συμπεριφορά τών άλλωνμσν.εύκολα αντιληπτόςαρχ.1. ο εύστοχος, ο επιτυχής («εὐθηβόλῳ καὶ εὐθίκτῳ χρησάμενοι προσβολῇ», Φίλ.)2. ο ευφυής, ο έξυπνος (α. «τὴν δὲ διάνοιαν εὔθικτος καὶ εὐθήμων», Αριστοτ.β. «εὔθικτοι πρὸς τὰς ἀπαντήσεις» — ικανοί στο να δίνουν εύστροφες απαντήσεις, Αθήν.)3. πνευματώδης («εὔθικτος νοῡς», Φίλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -θικτος (< θιγγάνω «αγγίζω»), πρβλ. ά-θικτος, α-πρόσ-θικτος].
Dictionary of Greek. 2013.